παρέσχατος

παρέσχατος
παρέσχᾰτος, ον,
A last but one, Ph.2.66 : fem. [full] παρεσχάτη (sc. συλλαβή), penultimate, Apollon.Lex.s.v. ἀγρονόμοι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρέσχατος — last but one masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέσχατος — άτη, ον Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον έσχατο, ο προτελευταίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρεσχάτη γραμμ. η παραλήγουσα …   Dictionary of Greek

  • παρέσχατον — παρέσχατος last but one masc/fem acc sg παρέσχατος last but one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεσχάτοις — παρέσχατος last but one masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεσχάτῳ — παρέσχατος last but one masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”